ἀτροφεῖ

ἀτροφεῖ
ἀτροφέω
have
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀτροφέω
have
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀτροφής
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀτροφής
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • παραξηραίνω — Μ 1. κάνω κάτι να ξηρανθεί 2. (το παθ.) παραξηραίνομαι υφίσταμαι μερική ξήρανση, μερική σκλήρωση («ἀτροφεῑ τὸ ἰσχίον καὶ παραξηραίνεται». Ιππιατρ.) …   Dictionary of Greek

  • συμπόδιο — το, Ν βοτ. ο φυτικός άξονας τού οποίου ατροφεί ο επάκριος οφθαλμός και ο οποίος επιμηκύνεται με ανάπτυξη τών πλάγιων οφθαλμών …   Dictionary of Greek

  • ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… …   Dictionary of Greek

  • ινωμάτωση — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ινωδών όγκων σε πολλά σημεία ενός οργάνου του σώματος, ενώ ταυτόχρονα ατροφεί το παρέγχυμα. Περισσότερο συνηθισμένες είναι οι ι. του δέρματος και της μήτρας …   Dictionary of Greek

  • ωοζωίδιος — Εμβρυακή μορφή των χιτονοζώων, που προέρχεται από τη μεροβλαστική διαίρεση του αβγού. Οι ω. έχουν σακκοειδή μορφή και μίσχο ο οποίος είναι τυλιγμένος γύρω από το σώμα τους. Κατά την εμβρυακή εξέλιξη ο ω. ατροφεί και εξαφανίζεται. Με τη σύσφιγξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”