αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
παραξηραίνω — Μ 1. κάνω κάτι να ξηρανθεί 2. (το παθ.) παραξηραίνομαι υφίσταμαι μερική ξήρανση, μερική σκλήρωση («ἀτροφεῑ τὸ ἰσχίον καὶ παραξηραίνεται». Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek
συμπόδιο — το, Ν βοτ. ο φυτικός άξονας τού οποίου ατροφεί ο επάκριος οφθαλμός και ο οποίος επιμηκύνεται με ανάπτυξη τών πλάγιων οφθαλμών … Dictionary of Greek
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
ινωμάτωση — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ινωδών όγκων σε πολλά σημεία ενός οργάνου του σώματος, ενώ ταυτόχρονα ατροφεί το παρέγχυμα. Περισσότερο συνηθισμένες είναι οι ι. του δέρματος και της μήτρας … Dictionary of Greek
ωοζωίδιος — Εμβρυακή μορφή των χιτονοζώων, που προέρχεται από τη μεροβλαστική διαίρεση του αβγού. Οι ω. έχουν σακκοειδή μορφή και μίσχο ο οποίος είναι τυλιγμένος γύρω από το σώμα τους. Κατά την εμβρυακή εξέλιξη ο ω. ατροφεί και εξαφανίζεται. Με τη σύσφιγξη… … Dictionary of Greek